- σκολίωμα
- σκολῐ-ωμα, ατος, τό,A bend, curve, Str.2.4.4, 4.3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολίωμα — ώματος, τὸ, Α [σκολιῶ] 1. κύρτωμα, καμπύλωμα 2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή … Dictionary of Greek
σκολιώμασι — σκολίωμα bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιώμασιν — σκολίωμα bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)